Πόλα

Πόλα
(σερβοκροατικά Pula, ιταλικά Pola). Πόλη της Κροατίας, χτισμένη στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Iστρίας. Είναι γνωστή για τα σημαντικά ρωμαϊκά μνημεία της και είναι συνδεμένη με την ελληνική ιστορία από τους επανειλημμένους ελληνικούς εποικισμούς. Κατακτήθηκε ή ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους κατά τον 2o αι. π.Χ., παίρνοντας αρχικά το όνομα Pollentia Herculea και αργότερα Pietas Julia. Μετά την πτώση του ρωμαϊκού κράτους πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία των Γότθων, των Βυζαντινών και των Φράγκων, ώσπου στο τέλος περιήλθε στη βενετική κυριαρχία (οριστικά την κατέλαβαν οι Βενετοί το 1334). Το 1797 κατελήφθη από τον Ναπολέοντα και από το 1815 πέρασε στην κυριαρχία της Αυστρίας. Μετά τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. ενσωματώθηκε στην Ιταλία (1920), για να καταλήξει μετά τον B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στη γιουγκοσλαβική δημοκρατία (1947). Τώρα ανήκει στην ανεξάρτητη πια Κροατία. Από τα πολλά της μνημεία –που ανήκουν σε διάφορες εποχές– πρέπει να αναφερθούν το αμφιθέατρο, το θέατρο, ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου, η Χρυσή πύλη, οι Πύλες του Ηρακλή και η Διπλή, ο βυζαντινός καθεδρικός ναός του 5ου και 6ου αι. (που αναστηλώθηκε τον 15o και τον 18o αι.), το φρούριο (του 1632) και η εκκλησία των φραγκισκανών μοναχών (του 14ου αι.). Ελληνική κοινότητα της Π. Η ελληνική παρουσία στην Ίστρία γενικά και ιδιαίτερα στην Π. χρονολογείται από τα κλασικά χρόνια. Το ελληνικό ωστόσο στοιχείο της περιοχής ενισχύθηκε κατά την εποχή της βυζαντινής κυριαρχίας, για να υποχωρήσει και πάλι στις περιόδους των επόμενων κυριάρχων στη Δαλματία (Φράγκων, Βενετών), οπότε η περιοχή κατοικήθηκε περισσότερο από σλαβικούς πληθυσμούς και Ιταλούς επήλυδες. Στα χρόνια της βενετοκρατίας (κυρίως στα τέλη του 16ου και κατά τον 17o αι.), η Π. διατηρούσε σημαντική ελληνική παροικία, που προήρθε από τη βενετική πολιτική του εποικισμού παλαιών, ερημωμένων και σχετικά εγκαταλειμμένων πόλεων και επαρχιών της βόρειας Δαλματίας. Μεγάλες ομάδες Ελλήνων αναγκάστηκαν ή προτίμησαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους για να πλαισιώνουν τους κατοίκους βενετοκρατούμενων πόλεων και επαρχιών, ιδίως μετά την έναρξη των διαδοχικών τουρκοβενετικών πολέμων, που κατάληξαν στην εκδίωξη των Βενετών από τη Χαλκίδα (1470), την Πελοπόννησο (1500, 1540), την Κύπρο (1570-1571) και την Κρήτη (1645-1669). Όσοι από τους Έλληνες εκείνους μετανάστες κατέφυγαν σε ελληνικές περιοχές (στην Κρήτη ή στα Επτάνησα) διέσωσαν το δόγμα καιτη γλώσσα τους. Όσοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ή έμειναν μόνιμα εκεί, ακολουθώντας την κοινή μοίρα του κυπριακού ελληνισμού, ή αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δαλματικές πόλεις, κυρίως στην Π. και στο Παρέντιο. Οι τελευταίοι ή ξαναγύρισαν σποραδικά στις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους ή αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους. Η πρώτη μεγάλη μετοικεσία Ελλήνων στη χερσόνησο της Iστρίας έγινε το 1540, μετά την παράδοση του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Βενετούς στους Τούρκους. Νέο κύμα Πελοποννήσιων έφτασε το 1558, ύστερα από συνεννοήσεις του Ναυπλιώτη ευπατρίδη Νικολάου Καλλιγά και των βενετικών αρχών της Π. Η εγκατάσταση Ελλήνων στην Π. και στην περιοχή της Iστρίας επαναλήφθηκε 7 χρόνια μετά την άλωση της Κύπρου (1578), με την προσέλευση κυπριακών, πελοποννησιακών και κρητικών οικογενειών. Τότε δόθηκε η έγκριση για την ίδρυση ελληνικής εκκλησίας, του Αγίου Νικολάου, που υπαγόταν αργότερα στη δικαιοδοσία του Έλληνα μητροπολίτη Φιλαδελφείας, εγκατεστημένου μόνιμα στη Βενετία. Νέες αφίξεις Ελλήνων εποίκων σημειώθηκαν το 1622 (όταν κατέφυγαν στην περιοχή της Π. ηπειρωτικές οικογένειες με τον Ιωάννη Παπά επικεφαλής), το 1645-1669 (κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του κρητικού πολέμου) και μετά το 1718 (ύστερα από την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους). Οι πιέσεις των ντόπιων, οι αξιώσεις του καθολικού κλήρου για την εγκατάλειψη του ορθόδοξου δόγματος των εποίκων και οι αρρώστιες εξαιτίας του ελώδους κλίματος της περιοχής της Iστρίας αραίωσαν σημαντικά τον ελληνισμό της Π., ήδη από τα τέλη του 18ου αι. Σήμερα σώζονται μόνο τα ελληνικά επώνυμα μερικών κατοίκων, η ελληνική εκκλησία (που υπάγεται στο σλαβικό ορθόδοξο χωριό Πιρόι) και μερικές επιτύμβιες επιγραφές στους τάφους των ιερέων της παροικίας. Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο της κροατικής πόλης Πόλα, που οικοδομήθηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Αύγουστου. Ελλειπτικού σχήματος, το αμφιθέατρο έχει μήκος 132 x 105 μέτρα και μπορούσε να χωρέσει 23.000 θεατές. Το εντυπωσιακό αυτό αμφιθέατρο διατηρείται σε καλή κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέγκρι, Πόλα — (Pola Negri, Πρωσία 1894 Τέξας 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού Μπάρμπαρα Απολόνια Σάλουπιεκ (Barbara Appolonia Chalupiec), που διακρίθηκε σε ταινίες του Χόλιγουντ κυρίως στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Σπούδασε μπαλέτο …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • ПОЛА —    • Pola,          Πόλα, очень древний город, лежащий у залива Адриатического моря того же названия, в самой южной части Истрии, близ Полатского мыса (н. Punta di Promontore). Его положение давало ему большое значение для торговли с Иллирией и т …   Реальный словарь классических древностей

  • POLIA Gemma — Graece πολὰ, a canitie, cui similis erat, dicta est. Nam πολιοὶ, cani, et πολὶα, canities, senectus. De ea Plin. l. 37. c. 11. Polia caniciem quandam inducit sardio, eandem rariorem nigro spartepolies. Nempe radicem vel fundum habet colore sardii …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κίνσκι, Κλάους — (Klaus Kinski, Πολωνία 1926 – ΗΠΑ 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού ηθοποιού Νικολάους Γκάνθερ Νακζίνζκι (Nikolaus Gunther Nakszynski). Εξαιτίας του ιδιόμορφου προσώπου του, με εκφραστικά μάτια, τονισμένα ζυγωματικά και χείλη, ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτσέλο, Μπενεντέτο — (Benedetto Marcello, Βενετία 1686 – Μπρέσια 1739). Ιταλός συνθέτης, ποιητής και συγγραφέας. Διδάχθηκε βιολί από τον πατέρα του, ο οποίος αργότερα τον ώθησε σε νομικές σπουδές. Παράλληλα συνέχιζε τη μουσική του εκπαίδευση δίπλα στον Φραντσέσκο… …   Dictionary of Greek

  • Πιζάνι — (Pisani). Αριστοκρατική βενετσιάνικη οικογένεια αβέβαιης καταγωγής –ίσως από την Πίζα–, πολλά μέλη της οποίας ανήλθαν σε υψηλότατα αξιώματα (εκκλησιαστικά, διπλωματικά, στρατιωτικά κ.ά.). Σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αλβίζε, (1663 – 1741).… …   Dictionary of Greek

  • Στίλερ, Μόριτζ — (Stiller). Σουηδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και παραγωγός (Ελσίνκι 1883 Στοκχόλμη 1928). Εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο Σ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός στη Φιλανδία και αργότερα στη Σουηδία για να μεταπηδήσει, το 1912, στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”